- λυγισμός
- ο (AM λυγισμός) [λυγίζω]λύγισμα, κάμψη, κλίση, στροφή («οἱ κῳμωδούμενοι ἐν φαύλαις ὀργήσεσι λυγισμοί», Ευστ.)νεοελλ.φυσ. φαινόμενο αστάθειας μορφής το οποίο εκδηλώνεται σε δομικά στοιχεία που καταπονούνται με θλίψη και κατά το οποίο ένα σώμα παραμορφώνεται και παραμένει παραμορφωμένο υπό την ταυτόχρονη δράση τού θλιπτικού φορτίου και τής οφειλόμενης στην παραμόρφωση ροπής κάμψεωςμσν.-αρχ.στον πληθ. οἱ λυγισμοία) (για ρήτορα ή σοφιστή) εύστροφες υπεκφυγές σε ρητορικούς αγώνες («οἱ δὲ ἀκροώμενοι τῶν ἀντιλογιῶν καὶ λυγισμῶν καὶ στροφῶν ὑπερεμάνησαν», Αριστοφ.)β) (για παλαιστές) επιτήδειες κάμψεις τού σώματος για διαφυγή από τις λαβες τού αντιπάλου.
Dictionary of Greek. 2013.